νεφύδριον

νεφύδριον
νεφύδριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεφύδριο — νεφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού νέφος) μικρό σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • νεφύδρια — νεφύδριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • облачьць — ОБЛАЧЬЦ|Ь (1*), А с. Уменьш. к облакъ в 1 знач. Образн.: к нимъ же ѿвѣща добрыи || пастырь: «не плачѣтесѧ, чада, не рыдаите. облачьць ѥсть тлѣножатвенъ се...» (νεφύδριον) ГА XIII–XIV, 218в–г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”